- μείλια
- μείλια, τὰ (Α)1. (για δώρα ή παιχνίδια) αυτά που προξενούν ευχαρίστηση στους ανθρώπους2. προίκα («ἐγὼ δ' ἐπὶ μείλια δώσω πολλὰ μάλ', ὅσο' οὔ πώ τις ἐῇ ἐπέδωκε θυγατρί», Ομ. Ιλ.)3. πολύτιμα αντικείμενα, κειμήλια4. αφιερώματα που προσφέρονται από ευγνωμοσύνη ή για παράκληση, ευχαριστήρια δώρα5. (στον ενικό) τὸ μείλιονοτιδήποτε συντελεί στην κατάπαυση τής κακοκαιρίας η οποία εμποδίζει ένα ταξίδι, εξιλαστήρια δώρα6. προσφορά σε θεότητα7. ικανοποίηση, εκδίκηση.[ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. μείλιχος].
Dictionary of Greek. 2013.